- χάσικος
- η , ο отборный, высшего качества; чистый, без примесей;
χάσικο ψωμί — белый хлеб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάσικο ψωμί — белый хлеб
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χάσικος — η, ο, Ν 1. (κυρίως για ψωμί) λευκός, καθαρός, εκλεκτός 2. το ουδ. ως ουσ. το χάσικο λευκό ψωμί από εκλεκτό σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. has] … Dictionary of Greek
χάσικος — η, ο (λ. τουρκ.), καθαρός, εκλεχτός, άσπρος: Φτιάχνει χάσικο ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)